βοστρύχιον

βοστρύχιον
βοστρύχιον, το (AM)
μικρός βόστρυχος
αρχ.
1. πλόκαμος, έλικα του κλήματος
2. πλοκάμι χταποδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βόστρυχος. Η σημ. «έλικα του κλήματος» κατ' επίδραση του βότρυς*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βοστρύχιον — vine tendril neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοστρυχίοις — βοστρύχιον vine tendril neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοστρύχια — βοστρύχιον vine tendril neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόστρυχος — ο (AM βόστρυχος, Α, πληθ., βόστρυχοι, οι και βόστρυχα, τα) 1. μπούκλα, τούφα μαλλιών 2. πλεξίδα μαλλιών αρχ. 1. η έλικα του κλήματος 2. ονομασία εντόμου 3. φρ. «βόστρυχος πυρός» η αστραπή. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με αρχ. νορβ. kvaster …   Dictionary of Greek

  • βότρυχος — βότρυχος, ο (Α) 1. το ξυλώδες μέρος του σταφυλιού, το τσάμπουρο 2. ο βόστρυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βότρυχος προήλθε από συμφυρμό των λέξεων βότρυς και βόστρυχος (πρβλ. και βοστρύχιον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”